Line up & match up[1]
Οι ομάδες, κατά βάση, προσπαθούν να παίζουν τις καλές (ισχυρές) τους περιστροφές περισσότερες φορές. Η παρατήρηση και καταγραφή των αρχικών παρατάξεων (line-up) από video ή φύλλο αγώνα, είναι εφικτή, είτε έχουν σερβίς είτε υποδοχή. Γνωρίζοντας σε ποιες περιστροφές ξεκινά, συνήθως, η αντίπαλη ομάδα σε κάθε σετ, μπορούν να υπολογισθούν ποια πιθανά match-ups είναι δυνατόν να δημιουργηθούν σε ένα σετ.
Το πλεονέκτημα της ομάδας που έχει ισορροπία σε όλες τις περιστροφές στις 2 αλληλουχίες (υποδοχή-πάσα-επίθεση/σερβίς-μπλοκ-άμυνα-πάσα-αντεπίθεση) είναι σημαντικό, γιατί μπορεί να ξεκινήσει σε οποιαδήποτε περιστροφή ελέγχοντας έτσι το match–up με τον αντίπαλο ή αποφεύγοντας πιθανές τακτικές του αντιπάλου που προσπαθεί να «εγκλωβίσει» τις τακτικές της επιλογές.
Η εκτίμηση για τις πιθανές αρχικές θέσεις του αντιπάλου, καθώς και τα πιθανά match-ups που απορρέουν από μια τέτοια διαδικασία, εξυπηρετούν και την ανάπτυξη ενός εικονικού αγώνα. Κάθε ομάδα μπορεί να ελέγξει σε ποια περιστροφή θα ξεκινήσει το σετ. Επομένως τα πιθανά match-ups είναι έξι, όσες και περιστροφές που μπορεί να ξεκινήσει η αντίπαλη ομάδα. Τοποθετώντας την απόδοση της ομάδας Α στην αλληλουχία 1 να «παίζει» με την απόδοση της ομάδας Β στην αλληλουχία 2, δίνεται η εικόνα όχι μόνο της συνολικής απόδοσης των ομάδων στις 2 αλληλουχίες, αλλά πιο εξειδικευμένα της απόδοσης τους ανά περιστροφή σε σχέση με την απόδοση του αντιπάλου.
Είναι στο χέρι κάθε προπονητή να αξιολογήσει τη δυναμικότητα κάθε περιστροφής για την ομάδα και την αντίπαλο της. Η αξιολόγηση αυτή μπορεί να γίνει είτε με την ύπαρξη δεδομένων που προκύπτουν από καταγραφή, είτε χωρίς δεδομένα. Χωρίς ποσοτικά δεδομένα μπορεί να δοθεί σημασία σε επιμέρους στοιχεία του παιχνιδιού, όπως ποιος επιθετικός «πέφτει» στο καλό ή μέτριο μπλοκ των αντιπάλων, ποιος σερβίρει στις περιστροφές που ο μέτριος υποδοχέας είναι εκτεθειμένος, ποια υποδοχή θέλουμε να έχουμε στο καλό σέρβις του αντίπαλου κ.ά. Ακόμα και χωρίς ποσοτικά δεδομένα ο προπονητής μπορεί να αξιολογήσει το βαθμό δυσκολίας κάθε περιστροφής της ομάδας και της αντιπάλου ομάδας όταν σερβίρει και όταν υποδέχεται. Η κλίμακα αυτής της αξιολόγησης μπορεί να είναι 1-6 ή Α-ΣΤ (όπου 1 ή Α η καλύτερη περιστροφή και 6 ή ΣΤ η χειρότερη). Έτσι ο προπονητής μπορεί να αποκτήσει άποψη για το ποιες περιστροφές συγκριτικά με τις υπόλοιπες είναι επικίνδυνες για την ομάδα του, σε ποιες μπορεί να περιμένει συγκομιδή πόντων, σε ποιες ο αντίπαλος χάνει το σερβίς κ.ά.
Η εκτίμηση για τις πιθανές αρχικές θέσεις του αντιπάλου, καθώς και τα πιθανά match-ups που απορρέουν από μια τέτοια διαδικασία, εξυπηρετούν και την ανάπτυξη ενός εικονικού αγώνα. Κάθε ομάδα μπορεί να ελέγξει σε ποια περιστροφή θα ξεκινήσει το σετ. Επομένως τα πιθανά match-ups είναι έξι, όσες και περιστροφές που μπορεί να ξεκινήσει η αντίπαλη ομάδα. Τοποθετώντας την απόδοση της ομάδας Α στην αλληλουχία 1 να «παίζει» με την απόδοση της ομάδας Β στην αλληλουχία 2, δίνεται η εικόνα όχι μόνο της συνολικής απόδοσης των ομάδων στις 2 αλληλουχίες, αλλά πιο εξειδικευμένα της απόδοσης τους ανά περιστροφή σε σχέση με την απόδοση του αντιπάλου. Αυτή η εικονική ανάπτυξη του παιχνιδιού μπορεί να γίνει με απλή αντιπαράθεση των ποσοστών των δύο ομάδων και οπτική παρατήρηση ή με άλλες πολύπλοκες υπολογιστικές μεθόδους.
Η ύπαρξη ποσοτικών δεδομένων δίνει τη δυνατότητα στον προπονητή να εντοπίσει τις φάσεις που η ομάδα του έχει πλεονέκτημα ώστε να τις υποστηρίξει και αυτές που έχει μειονέκτημα, ώστε να τις ξεπεράσει γρήγορα.
Για να αποδοθεί η σημαντικότητα που επιβάλλεται στο ζήτημα των περιστροφών, παρουσιάζονται στους πίνακες 1 και 2, δυο διαφορετικές εκδοχές match-up των ομάδων Α και Β, με την Α ομάδα να κατέχει το δικαίωμα εκτέλεσης του σερβίς. Στον πίνακα 1, όπου και οι δύο ομάδες ξεκινούν στην ίδια περιστροφή 6, από τα προηγούμενα δεδομένα η Α ομάδα όταν εκτελούσε σερβίς κέρδιζε τον πόντο σε ποσοστό 45% των αγωνιστικών επεισοδίων, ενώ η Β ομάδα όταν υποδεχόταν το σερβίς κέρδιζε σε ποσοστό 74%. Αντίθετα στον πίνακα 2 η Α ομάδα εξακολουθεί να σερβίρει στην περιστροφή 6, ενώ η Β ομάδα ξεκινά να υποδέχεται το σερβίς στην περιστροφή 3. Σε αυτή την περίπτωση η Β ομάδα μειονεκτεί σε σχέση με το προηγούμενο match-up επειδή τώρα το ποσοστό επιτυχίας της περιορίζεται σε ποσοστό 55%. Αντίστοιχες διαφοροποιήσεις υπάρχουν σε όλα τα match-up του πίνακα 2.
Αν θεωρηθεί, ως παραδοχή, ότι η απόδοση των ομάδων θα είναι σταθερή σε σχέση με τους αγώνες που αναλύθηκαν, τέτοιοι πίνακες συγκρίσεων, με ή χωρίς ποσοτικά δεδομένα, μπορούν να μας δώσουν πολύτιμα στοιχεία για την πιθανή εξέλιξη ενός αγώνα.
Παρόμοια θέματα με έμφαση στην πρακτική εφαρμογή και τη μεταφορά στη προπονητική διαδικασία περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα του σεμιναρίου «Το βόλεϊ χωρίς μυστικά» που θα διοργανωθεί από την Sportsepilysis 1-3 Ιουλίου 2017.
[1] (Το κείμενο είναι επικαιροποιημένο απόσπασμα από το βιβλίο των Π. Κουντούρη – Σ.Δρίκου «Ανάλυση και ερμηνεία της Αγωνιστικής Απόδοσης στην Πετοσφαίριση»)
Οι ομάδες, κατά βάση, προσπαθούν να παίζουν τις καλές (ισχυρές) τους περιστροφές περισσότερες φορές. Η παρατήρηση και καταγραφή των αρχικών παρατάξεων (line-up) από video ή φύλλο αγώνα, είναι εφικτή, είτε έχουν σερβίς είτε υποδοχή. Γνωρίζοντας σε ποιες περιστροφές ξεκινά, συνήθως, η αντίπαλη ομάδα σε κάθε σετ, μπορούν να υπολογισθούν ποια πιθανά match-ups είναι δυνατόν να δημιουργηθούν σε ένα σετ.
Το πλεονέκτημα της ομάδας που έχει ισορροπία σε όλες τις περιστροφές στις 2 αλληλουχίες (υποδοχή-πάσα-επίθεση/σερβίς-μπλοκ-άμυνα-πάσα-αντεπίθεση) είναι σημαντικό, γιατί μπορεί να ξεκινήσει σε οποιαδήποτε περιστροφή ελέγχοντας έτσι το match–up με τον αντίπαλο ή αποφεύγοντας πιθανές τακτικές του αντιπάλου που προσπαθεί να «εγκλωβίσει» τις τακτικές της επιλογές.
Η εκτίμηση για τις πιθανές αρχικές θέσεις του αντιπάλου, καθώς και τα πιθανά match-ups που απορρέουν από μια τέτοια διαδικασία, εξυπηρετούν και την ανάπτυξη ενός εικονικού αγώνα. Κάθε ομάδα μπορεί να ελέγξει σε ποια περιστροφή θα ξεκινήσει το σετ. Επομένως τα πιθανά match-ups είναι έξι, όσες και περιστροφές που μπορεί να ξεκινήσει η αντίπαλη ομάδα. Τοποθετώντας την απόδοση της ομάδας Α στην αλληλουχία 1 να «παίζει» με την απόδοση της ομάδας Β στην αλληλουχία 2, δίνεται η εικόνα όχι μόνο της συνολικής απόδοσης των ομάδων στις 2 αλληλουχίες, αλλά πιο εξειδικευμένα της απόδοσης τους ανά περιστροφή σε σχέση με την απόδοση του αντιπάλου.
Είναι στο χέρι κάθε προπονητή να αξιολογήσει τη δυναμικότητα κάθε περιστροφής για την ομάδα και την αντίπαλο της. Η αξιολόγηση αυτή μπορεί να γίνει είτε με την ύπαρξη δεδομένων που προκύπτουν από καταγραφή, είτε χωρίς δεδομένα. Χωρίς ποσοτικά δεδομένα μπορεί να δοθεί σημασία σε επιμέρους στοιχεία του παιχνιδιού, όπως ποιος επιθετικός «πέφτει» στο καλό ή μέτριο μπλοκ των αντιπάλων, ποιος σερβίρει στις περιστροφές που ο μέτριος υποδοχέας είναι εκτεθειμένος, ποια υποδοχή θέλουμε να έχουμε στο καλό σέρβις του αντίπαλου κ.ά. Ακόμα και χωρίς ποσοτικά δεδομένα ο προπονητής μπορεί να αξιολογήσει το βαθμό δυσκολίας κάθε περιστροφής της ομάδας και της αντιπάλου ομάδας όταν σερβίρει και όταν υποδέχεται. Η κλίμακα αυτής της αξιολόγησης μπορεί να είναι 1-6 ή Α-ΣΤ (όπου 1 ή Α η καλύτερη περιστροφή και 6 ή ΣΤ η χειρότερη). Έτσι ο προπονητής μπορεί να αποκτήσει άποψη για το ποιες περιστροφές συγκριτικά με τις υπόλοιπες είναι επικίνδυνες για την ομάδα του, σε ποιες μπορεί να περιμένει συγκομιδή πόντων, σε ποιες ο αντίπαλος χάνει το σερβίς κ.ά.
Η εκτίμηση για τις πιθανές αρχικές θέσεις του αντιπάλου, καθώς και τα πιθανά match-ups που απορρέουν από μια τέτοια διαδικασία, εξυπηρετούν και την ανάπτυξη ενός εικονικού αγώνα. Κάθε ομάδα μπορεί να ελέγξει σε ποια περιστροφή θα ξεκινήσει το σετ. Επομένως τα πιθανά match-ups είναι έξι, όσες και περιστροφές που μπορεί να ξεκινήσει η αντίπαλη ομάδα. Τοποθετώντας την απόδοση της ομάδας Α στην αλληλουχία 1 να «παίζει» με την απόδοση της ομάδας Β στην αλληλουχία 2, δίνεται η εικόνα όχι μόνο της συνολικής απόδοσης των ομάδων στις 2 αλληλουχίες, αλλά πιο εξειδικευμένα της απόδοσης τους ανά περιστροφή σε σχέση με την απόδοση του αντιπάλου. Αυτή η εικονική ανάπτυξη του παιχνιδιού μπορεί να γίνει με απλή αντιπαράθεση των ποσοστών των δύο ομάδων και οπτική παρατήρηση ή με άλλες πολύπλοκες υπολογιστικές μεθόδους.
Η ύπαρξη ποσοτικών δεδομένων δίνει τη δυνατότητα στον προπονητή να εντοπίσει τις φάσεις που η ομάδα του έχει πλεονέκτημα ώστε να τις υποστηρίξει και αυτές που έχει μειονέκτημα, ώστε να τις ξεπεράσει γρήγορα.
Για να αποδοθεί η σημαντικότητα που επιβάλλεται στο ζήτημα των περιστροφών, παρουσιάζονται στους πίνακες 1 και 2, δυο διαφορετικές εκδοχές match-up των ομάδων Α και Β, με την Α ομάδα να κατέχει το δικαίωμα εκτέλεσης του σερβίς. Στον πίνακα 1, όπου και οι δύο ομάδες ξεκινούν στην ίδια περιστροφή 6, από τα προηγούμενα δεδομένα η Α ομάδα όταν εκτελούσε σερβίς κέρδιζε τον πόντο σε ποσοστό 45% των αγωνιστικών επεισοδίων, ενώ η Β ομάδα όταν υποδεχόταν το σερβίς κέρδιζε σε ποσοστό 74%. Αντίθετα στον πίνακα 2 η Α ομάδα εξακολουθεί να σερβίρει στην περιστροφή 6, ενώ η Β ομάδα ξεκινά να υποδέχεται το σερβίς στην περιστροφή 3. Σε αυτή την περίπτωση η Β ομάδα μειονεκτεί σε σχέση με το προηγούμενο match-up επειδή τώρα το ποσοστό επιτυχίας της περιορίζεται σε ποσοστό 55%. Αντίστοιχες διαφοροποιήσεις υπάρχουν σε όλα τα match-up του πίνακα 2.
Αν θεωρηθεί, ως παραδοχή, ότι η απόδοση των ομάδων θα είναι σταθερή σε σχέση με τους αγώνες που αναλύθηκαν, τέτοιοι πίνακες συγκρίσεων, με ή χωρίς ποσοτικά δεδομένα, μπορούν να μας δώσουν πολύτιμα στοιχεία για την πιθανή εξέλιξη ενός αγώνα.
Παρόμοια θέματα με έμφαση στην πρακτική εφαρμογή και τη μεταφορά στη προπονητική διαδικασία περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα του σεμιναρίου «Το βόλεϊ χωρίς μυστικά» που θα διοργανωθεί από την Sportsepilysis 1-3 Ιουλίου 2017.
[1] (Το κείμενο είναι επικαιροποιημένο απόσπασμα από το βιβλίο των Π. Κουντούρη – Σ.Δρίκου «Ανάλυση και ερμηνεία της Αγωνιστικής Απόδοσης στην Πετοσφαίριση»)