Η συζήτηση για τον ιδανικό αριθμό ομάδων στη Volley League είναι στο ενδιαφέρον των ανθρώπων του αθλήματος εδώ και αρκετό καιρό. Πολλές φορές διεξάγεται με όρους του παιδικού παιχνιδιού της «κολοκυθιάς». «Γιατί δώδεκα ομάδες και όχι δέκα, γιατί δέκα και όχι δεκατέσσερις». Όλοι οι προτείνοντες έχουν βέβαια τα επιχειρήματά τους. Εστιάζουν τον συλλογισμό τους συνήθως σε ένα-δύο ισχυρά επιχειρήματα αποκλείοντας άλλα που όμως είναι βάσιμα και πειστικά. Με αυτή τη μέθοδο προτείνουν την αντίστοιχη λύση που οδηγεί σε κάποιο συγκεκριμένο αριθμό ομάδων. Όμως κάθε σύνθετο πρόβλημα, όπως αυτό, δεν έχει φανερές και εύκολες λύσεις. Τα πολύπλοκα θέματα απαιτούν εντατική επεξεργασία. Εμπνεύσεις της στιγμής και καλές προθέσεις δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τη μελέτη των συνθηκών και το σχεδιασμό των ενεργειών.
Η εύρεση του ιδανικού αριθμού των ομάδων που θα πρέπει να αποτελούν μία λίγκα έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών επιστημονικών δημοσιεύσεων, κυρίως για το ποδόσφαιρο (ενδεικτικά εδώ, εδώ, & εδώ). Η δημιουργία εργαλείων για τον υπολογισμό του optimum αριθμού ομάδων με βάση μία σειρά από σημαντικές μεταβλητές έχει γίνει επίσης αντικείμενο επιστημονικής έρευνας (ενδεικτικά εδώ). Με βάση τα παραπάνω θα επιχειρηθεί η ανάδειξη κάποιων, ίσως, αθέατων πλευρών του ζητήματος.
Αρχικά, υπάρχουν δύο (2) τύποι επαγγελματικών λιγκών που οργανώνουν αντίστοιχα πρωταθλήματα: Μονοπωλιακές κλειστές λίγκες (ITA Α1, KOR, JPN) στις οποίες δεν εισέρχονται νέες ομάδες και ελεύθερης πρόσβασης λίγκες όπου εισέρχονται νέες και αποχωρούν άλλες ομάδες με αθλητικά (GRE Α1, GER, POL, RUS Α1 & Α2, ΙΤΑ Α2) ή και άλλα κριτήρια (FRA Α1 & Α2). Η ελληνική Volley League ανήκει στη κατηγορία των πρωταθλημάτων ελεύθερης πρόσβασης όπου οι ομάδες εναλλάσσονται με αγωνιστικά κριτήρια, αφού κληθούν να εκπληρώσουν και κάποια minimum, σχετικά εύκολα, κριτήρια συμμετοχής.
Από οικονομική θεώρηση, στις περισσότερες περιπτώσεις, οι ομάδες διαχειρίζονται τα έσοδα της λίγκας. Είναι εύλογη η διαπίστωση πώς η διανομή των συνολικών εσόδων μεταξύ των ομάδων αποτελεί κίνητρο για μείωση του αριθμού τους. Λιγότερες ομάδες σημαίνει περισσότερα χρήματα ανά ομάδα, αν τα έσοδα θεωρηθούν σταθερά.
Επιπλέον, σε ένα πρωτάθλημα τρία (3) κριτήρια είναι σημαντικά για τον καθορισμό του αριθμού των ομάδων. Ο πληθυσμός της χώρας (μέγεθος αγοράς), η δημοφιλία του αθλήματος (πόσοι ενδιαφέρονται για το βόλεϊ, έτσι ώστε να πάνε στο γήπεδο ή να δουν τους αγώνες στη συνδρομητική τηλεόραση) και η ποιότητα του πρωταθλήματος.
Πρώτον, τα δεδομένα για το κριτήριο του πληθυσμού είναι εύκολα γνωστά. Δεύτερον, δεν συμβαίνει το ίδιο για δεδομένα για το κριτήριο της δημοφιλίας του αθλήματος. Η μετρήσιμη δημοφιλία είναι ένα σχεδόν άγνωστο μέγεθος για όλα τα αθλήματα στην χώρα μας. Η εκτίμησή της βασίζεται σε παρωχημένα εργαλεία όπως ο αριθμός των σελίδων στις αθλητικές εφημερίδες ή η αίσθηση που αποκομίζουμε από το διαστρωματοποιημένο κοινωνικό μας δίκτυο. Οι δημοσιοποιημένες μετρήσεις είναι ελάχιστες και όχι πάντα επικαιροποιημένες, οι αθλητικές Ομοσπονδίες και οι επαγγελματικές λίγκες συνήθως φυλάνε ως «κόρη οφθαλμού» στοιχεία που ίσως έχουν (αριθμός ενεργών δελτίων, αριθμός αγώνων σε όλες τις διοργανώσεις, χορηγικά προγράμματα), τα κανάλια της συνδρομητικής τηλεόρασης δεν δημοσιοποιούν τα στοιχεία τηλεθέασης για τους αγώνες που μεταδίδουν, η διαδικτυακή επισκεψιμότητα στους ιστότοπους που κάνουν live streaming ή ασχολούνται αποκλειστικά με ένα άθλημα επίσης δεν είναι γνωστή. Συνεπώς, το σημαντικό στοιχείο της δημοφιλίας του σπορ πρέπει αρχικά να το μετρηθεί αξιόπιστα και στη συνέχεια να ληφθεί υπόψη στους υπολογισμούς.
Τρίτον, η ποιότητα του πρωταθλήματος καθορίζεται από τον αριθμό των αγώνων, τον αριθμό των ταλαντούχων αθλητών που συμμετέχουν, το ποσοστό νίκης των ομάδων και τέλος την αγωνιστική ισορροπία.
Ο αριθμός των αγώνων με την προσθήκη των play-offs είναι ικανοποιητικός. Η επιλογή κατάλληλου συστήματος αγώνων δίνει τη δυνατότητα να αυξάνεται ο αριθμός των ενδιαφερόντων αγώνων. Η επιλογή ενός συστήματος αγώνων είναι σωστό να είναι αποτέλεσμα μετρήσεων και προτάσεων από εξειδικευμένους φορείς. Για κάθε ανώτερη θέση της βαθμολογίας (κανονική περίοδος & τελική κατάταξη) είναι θεμιτό να υπάρχουν αυξημένα προνόμια σε σχέση με την αμέσως κατώτερή της.
Ο αριθμός των ταλαντούχων αθλητών, λαμβάνοντας υπόψη την ελεύθερη διακίνηση των αθλητών στις χώρες της Ε.Ε., σχετίζεται περισσότερο με την οικονομική δυνατότητα και φερεγγυότητα των ομάδων παρά με την αθλητική παραγωγή ταλέντων της χώρας. Θα πρέπει όμως να υπάρχει μέριμνα ώστε οι νέοι ταλαντούχοι αθλητές να έχουν προτεραιότητα πρόσβασης στην επαγγελματική λίγκα, έτσι ώστε να ανανεώνεται το έμψυχο δυναμικό της. Αν υποτεθεί συγκεκριμένος και σταθερός αριθμός αθλητικών ταλέντων, ο μέσος όρος ποιότητας των αγώνων θα είναι υψηλότερος με μικρότερο αριθμό ομάδων, λόγω της μικρότερης διασποράς τους.
Το συνολικό ποσοστό νίκης των ομάδων είναι ίσο με το ½ του αριθμού των ομάδων. Επομένως όσο μειώνονται οι ομάδες, μειώνεται και το συνολικό ποσοστό νικών. Το σύστημα του υποβιβασμού των αγωνιστικά ασθενέστερων ομάδων, που ισχύει σε όλα τα ελεύθερης πρόσβασης ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, ενισχύει την ποιότητα ενός πρωταθλήματος γιατί οι φίλαθλοι-οπαδοί προτιμούν να παρακολουθούν ομάδες που νικούν. Από την άλλη μεριά όμως, οι φίλαθλοι μίας ομάδας δεν είναι ευχαριστημένοι αν η ομάδα τους δεν παίζει πια στην ανώτερη λίγκα. Όταν μία ομάδα υποβιβάζεται από τη Volley League, μειώνεται ή χάνεται το ενδιαφέρον των οπαδών της ή των φιλάθλων – κατοίκων της περιοχής για το άθλημα. Η γεωγραφική διασπορά των ομάδων της Volley League είναι ικανοποιητική, θα μπορούσε, όμως, να γίνει μεγαλύτερη. Στα πέντε (5) τελευταία πρωταθλήματα (2011-16) εκπροσωπούνται στο πρωτάθλημα των 12 ομάδων σταθερά 7 ή 8 πόλεις (περιοχές). Εκπροσώπηση 9-10 πόλεων (περιοχών) είναι εφικτή και θα μπορούσε να τεθεί ως στόχος.
Για την εκτίμηση της αγωνιστικής ισορροπίας ενός πρωταθλήματος έχουν αναπτυχθεί εξειδικευμένοι δείκτες μέτρησης (ενδεικτικά εδώ & εδώ). Είναι εφικτό, όμως, να αξιολογηθεί για τη Volley League σε τρία βασικά επίπεδα: Σε επίπεδο αγώνα (αριθμός αμφίρροπων αγώνων, αριθμός αδιάφορων αγώνων). Για το βόλεϊ τα αποτελέσματα ανά σετ αποτελούν ακόμα πιο αξιόπιστη παράμετρο. Είναι χρήσιμο να καταμετράται ο αριθμός των αμφίρροπων (τελική διαφορά πόντων 2-3) και των αδιάφορων σετ (τελική διαφορά πάνω από 6 πόντους) στο πρωτάθλημα. Το επόμενο επίπεδο ερμηνείας της αγωνιστικής ισορροπίας είναι εντός της αγωνιστικής περιόδου. Ορίζεται από τις εναλλαγές που έχουμε στην 1η ή σε άλλες σημαντικές θέσεις (υποβιβασμός, έξοδος στην Ευρώπη). Τελευταίο επίπεδο είναι η εναλλαγή των πρωταθλητριών ομάδων (πόσες ομάδες έχουν πάρει το πρωτάθλημα).
Στα καθ’ ημάς, στη Volley League οι παράγοντες, οι φίλαθλοι, οι προπονητές και οι αθλητές έχουν κατακτήσει τη βασική προϋπόθεση για τη βελτίωση του αθλητικού προϊόντος: επιδιώκουν ένα ισορροπημένο πρωτάθλημα με υψηλό βαθμό αβεβαιότητας για κάθε αναμέτρηση. Η αναβάθμιση της ποιότητας τους πρωταθλήματος είναι το ζητούμενο. Η εύρεση του ιδανικού αριθμού ομάδων για τη Volley League είναι ο μηχανισμός. Η διατήρηση ή αύξηση του αριθμού των ομάδων ανταποκρίνεται σε κάποια κριτήρια, η μείωση σε κάποια άλλα.
Συμπερασματικά, για να οριστεί ο ιδανικός αριθμός των ομάδων θα πρέπει αρχικά να καταγραφούν, αξιοποιηθούν και αναλυθούν τα μετρήσιμα στοιχεία, στη συνέχεια να ληφθούν υπόψη όλοι οι παράγοντες που αναλύθηκαν, να σταθμιστούν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της κάθε αριθμητικής επιλογής και, τέλος, να συνδεθεί η επιλογή με συμπληρωματική επιλογή για την Α2 κατηγορία. Η κατεύθυνση θα πρέπει να είναι όχι μόνο στον ορισμό της ποσότητας αλλά και στην επέκταση των κριτηρίων και διαδικασιών για την αναγνώριση των ιδιοτήτων της ταυτότητας των ομάδων. Έτσι η αναζήτηση θα αφορά όχι μόνο πόσες, αλλά κυρίως ποιες ομάδες. Τότε το παιχνίδι της «κολοκυθιάς» θα είναι δύσκολο να παιχθεί.
Η εύρεση του ιδανικού αριθμού των ομάδων που θα πρέπει να αποτελούν μία λίγκα έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών επιστημονικών δημοσιεύσεων, κυρίως για το ποδόσφαιρο (ενδεικτικά εδώ, εδώ, & εδώ). Η δημιουργία εργαλείων για τον υπολογισμό του optimum αριθμού ομάδων με βάση μία σειρά από σημαντικές μεταβλητές έχει γίνει επίσης αντικείμενο επιστημονικής έρευνας (ενδεικτικά εδώ). Με βάση τα παραπάνω θα επιχειρηθεί η ανάδειξη κάποιων, ίσως, αθέατων πλευρών του ζητήματος.
Αρχικά, υπάρχουν δύο (2) τύποι επαγγελματικών λιγκών που οργανώνουν αντίστοιχα πρωταθλήματα: Μονοπωλιακές κλειστές λίγκες (ITA Α1, KOR, JPN) στις οποίες δεν εισέρχονται νέες ομάδες και ελεύθερης πρόσβασης λίγκες όπου εισέρχονται νέες και αποχωρούν άλλες ομάδες με αθλητικά (GRE Α1, GER, POL, RUS Α1 & Α2, ΙΤΑ Α2) ή και άλλα κριτήρια (FRA Α1 & Α2). Η ελληνική Volley League ανήκει στη κατηγορία των πρωταθλημάτων ελεύθερης πρόσβασης όπου οι ομάδες εναλλάσσονται με αγωνιστικά κριτήρια, αφού κληθούν να εκπληρώσουν και κάποια minimum, σχετικά εύκολα, κριτήρια συμμετοχής.
Από οικονομική θεώρηση, στις περισσότερες περιπτώσεις, οι ομάδες διαχειρίζονται τα έσοδα της λίγκας. Είναι εύλογη η διαπίστωση πώς η διανομή των συνολικών εσόδων μεταξύ των ομάδων αποτελεί κίνητρο για μείωση του αριθμού τους. Λιγότερες ομάδες σημαίνει περισσότερα χρήματα ανά ομάδα, αν τα έσοδα θεωρηθούν σταθερά.
Επιπλέον, σε ένα πρωτάθλημα τρία (3) κριτήρια είναι σημαντικά για τον καθορισμό του αριθμού των ομάδων. Ο πληθυσμός της χώρας (μέγεθος αγοράς), η δημοφιλία του αθλήματος (πόσοι ενδιαφέρονται για το βόλεϊ, έτσι ώστε να πάνε στο γήπεδο ή να δουν τους αγώνες στη συνδρομητική τηλεόραση) και η ποιότητα του πρωταθλήματος.
Πρώτον, τα δεδομένα για το κριτήριο του πληθυσμού είναι εύκολα γνωστά. Δεύτερον, δεν συμβαίνει το ίδιο για δεδομένα για το κριτήριο της δημοφιλίας του αθλήματος. Η μετρήσιμη δημοφιλία είναι ένα σχεδόν άγνωστο μέγεθος για όλα τα αθλήματα στην χώρα μας. Η εκτίμησή της βασίζεται σε παρωχημένα εργαλεία όπως ο αριθμός των σελίδων στις αθλητικές εφημερίδες ή η αίσθηση που αποκομίζουμε από το διαστρωματοποιημένο κοινωνικό μας δίκτυο. Οι δημοσιοποιημένες μετρήσεις είναι ελάχιστες και όχι πάντα επικαιροποιημένες, οι αθλητικές Ομοσπονδίες και οι επαγγελματικές λίγκες συνήθως φυλάνε ως «κόρη οφθαλμού» στοιχεία που ίσως έχουν (αριθμός ενεργών δελτίων, αριθμός αγώνων σε όλες τις διοργανώσεις, χορηγικά προγράμματα), τα κανάλια της συνδρομητικής τηλεόρασης δεν δημοσιοποιούν τα στοιχεία τηλεθέασης για τους αγώνες που μεταδίδουν, η διαδικτυακή επισκεψιμότητα στους ιστότοπους που κάνουν live streaming ή ασχολούνται αποκλειστικά με ένα άθλημα επίσης δεν είναι γνωστή. Συνεπώς, το σημαντικό στοιχείο της δημοφιλίας του σπορ πρέπει αρχικά να το μετρηθεί αξιόπιστα και στη συνέχεια να ληφθεί υπόψη στους υπολογισμούς.
Τρίτον, η ποιότητα του πρωταθλήματος καθορίζεται από τον αριθμό των αγώνων, τον αριθμό των ταλαντούχων αθλητών που συμμετέχουν, το ποσοστό νίκης των ομάδων και τέλος την αγωνιστική ισορροπία.
Ο αριθμός των αγώνων με την προσθήκη των play-offs είναι ικανοποιητικός. Η επιλογή κατάλληλου συστήματος αγώνων δίνει τη δυνατότητα να αυξάνεται ο αριθμός των ενδιαφερόντων αγώνων. Η επιλογή ενός συστήματος αγώνων είναι σωστό να είναι αποτέλεσμα μετρήσεων και προτάσεων από εξειδικευμένους φορείς. Για κάθε ανώτερη θέση της βαθμολογίας (κανονική περίοδος & τελική κατάταξη) είναι θεμιτό να υπάρχουν αυξημένα προνόμια σε σχέση με την αμέσως κατώτερή της.
Ο αριθμός των ταλαντούχων αθλητών, λαμβάνοντας υπόψη την ελεύθερη διακίνηση των αθλητών στις χώρες της Ε.Ε., σχετίζεται περισσότερο με την οικονομική δυνατότητα και φερεγγυότητα των ομάδων παρά με την αθλητική παραγωγή ταλέντων της χώρας. Θα πρέπει όμως να υπάρχει μέριμνα ώστε οι νέοι ταλαντούχοι αθλητές να έχουν προτεραιότητα πρόσβασης στην επαγγελματική λίγκα, έτσι ώστε να ανανεώνεται το έμψυχο δυναμικό της. Αν υποτεθεί συγκεκριμένος και σταθερός αριθμός αθλητικών ταλέντων, ο μέσος όρος ποιότητας των αγώνων θα είναι υψηλότερος με μικρότερο αριθμό ομάδων, λόγω της μικρότερης διασποράς τους.
Το συνολικό ποσοστό νίκης των ομάδων είναι ίσο με το ½ του αριθμού των ομάδων. Επομένως όσο μειώνονται οι ομάδες, μειώνεται και το συνολικό ποσοστό νικών. Το σύστημα του υποβιβασμού των αγωνιστικά ασθενέστερων ομάδων, που ισχύει σε όλα τα ελεύθερης πρόσβασης ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, ενισχύει την ποιότητα ενός πρωταθλήματος γιατί οι φίλαθλοι-οπαδοί προτιμούν να παρακολουθούν ομάδες που νικούν. Από την άλλη μεριά όμως, οι φίλαθλοι μίας ομάδας δεν είναι ευχαριστημένοι αν η ομάδα τους δεν παίζει πια στην ανώτερη λίγκα. Όταν μία ομάδα υποβιβάζεται από τη Volley League, μειώνεται ή χάνεται το ενδιαφέρον των οπαδών της ή των φιλάθλων – κατοίκων της περιοχής για το άθλημα. Η γεωγραφική διασπορά των ομάδων της Volley League είναι ικανοποιητική, θα μπορούσε, όμως, να γίνει μεγαλύτερη. Στα πέντε (5) τελευταία πρωταθλήματα (2011-16) εκπροσωπούνται στο πρωτάθλημα των 12 ομάδων σταθερά 7 ή 8 πόλεις (περιοχές). Εκπροσώπηση 9-10 πόλεων (περιοχών) είναι εφικτή και θα μπορούσε να τεθεί ως στόχος.
Για την εκτίμηση της αγωνιστικής ισορροπίας ενός πρωταθλήματος έχουν αναπτυχθεί εξειδικευμένοι δείκτες μέτρησης (ενδεικτικά εδώ & εδώ). Είναι εφικτό, όμως, να αξιολογηθεί για τη Volley League σε τρία βασικά επίπεδα: Σε επίπεδο αγώνα (αριθμός αμφίρροπων αγώνων, αριθμός αδιάφορων αγώνων). Για το βόλεϊ τα αποτελέσματα ανά σετ αποτελούν ακόμα πιο αξιόπιστη παράμετρο. Είναι χρήσιμο να καταμετράται ο αριθμός των αμφίρροπων (τελική διαφορά πόντων 2-3) και των αδιάφορων σετ (τελική διαφορά πάνω από 6 πόντους) στο πρωτάθλημα. Το επόμενο επίπεδο ερμηνείας της αγωνιστικής ισορροπίας είναι εντός της αγωνιστικής περιόδου. Ορίζεται από τις εναλλαγές που έχουμε στην 1η ή σε άλλες σημαντικές θέσεις (υποβιβασμός, έξοδος στην Ευρώπη). Τελευταίο επίπεδο είναι η εναλλαγή των πρωταθλητριών ομάδων (πόσες ομάδες έχουν πάρει το πρωτάθλημα).
Στα καθ’ ημάς, στη Volley League οι παράγοντες, οι φίλαθλοι, οι προπονητές και οι αθλητές έχουν κατακτήσει τη βασική προϋπόθεση για τη βελτίωση του αθλητικού προϊόντος: επιδιώκουν ένα ισορροπημένο πρωτάθλημα με υψηλό βαθμό αβεβαιότητας για κάθε αναμέτρηση. Η αναβάθμιση της ποιότητας τους πρωταθλήματος είναι το ζητούμενο. Η εύρεση του ιδανικού αριθμού ομάδων για τη Volley League είναι ο μηχανισμός. Η διατήρηση ή αύξηση του αριθμού των ομάδων ανταποκρίνεται σε κάποια κριτήρια, η μείωση σε κάποια άλλα.
Συμπερασματικά, για να οριστεί ο ιδανικός αριθμός των ομάδων θα πρέπει αρχικά να καταγραφούν, αξιοποιηθούν και αναλυθούν τα μετρήσιμα στοιχεία, στη συνέχεια να ληφθούν υπόψη όλοι οι παράγοντες που αναλύθηκαν, να σταθμιστούν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της κάθε αριθμητικής επιλογής και, τέλος, να συνδεθεί η επιλογή με συμπληρωματική επιλογή για την Α2 κατηγορία. Η κατεύθυνση θα πρέπει να είναι όχι μόνο στον ορισμό της ποσότητας αλλά και στην επέκταση των κριτηρίων και διαδικασιών για την αναγνώριση των ιδιοτήτων της ταυτότητας των ομάδων. Έτσι η αναζήτηση θα αφορά όχι μόνο πόσες, αλλά κυρίως ποιες ομάδες. Τότε το παιχνίδι της «κολοκυθιάς» θα είναι δύσκολο να παιχθεί.